Ἅγιος Ἀγάθων Πάπας Ρώμης (20 Φεβρουαρίου)
Ἅγιος Ἀγάθων καταγόταν ἀπό τό Παλέρμο τῆς Ἰταλίας. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του δίδαξαν σέ αὐτόν κάθε γραφή θεόπνευστη καί ὠφέλιμη. Μετά τόν θάνατό τους συγκέντρωσε ὅλο τόν πλοῦτο του καί τόν μοίρασε στούς πτωχούς. Ὁ ἴδιος, ἀφοῦ ἀναχώρησε καί ἡσύχαζε σέ μοναστήρι, ἐκάρη μοναχός καί ὑπηρετοῦσε τόν Θεό προσευχόμενος νύχτα καί ἡμέρα ὑπέρ τοῦ σύμπαντος κόσμου. Τόσο πολύ δέ ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἀρετή, ὥστε ἔλαβε ἀπό τόν Θεό καί τό χάρισμα νά κάνει θαύματα.
Ἐπειδή ὅμως ἡ ἀρετή δέν διαφεύγει τῆς προσοχῆς, ἔγινε καί Πάπας τῆς Ρώμης τό ἔτος 678 μ.Χ. καί ἔλαβε ἐνεργό μέρος στήν ΣΤ’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀποστέλλοντας τρεῖς ἀντιπροσώπους καί τρεῖς Ἐπισκόπους τῆς Ἰταλίας. Ἡ Σύνοδος αὐτή, συνῆλθε τό ἔτος 680 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά καταδικάσει τήν αἵρεση τῶν Μονοφυσιτῶν. Μεταξύ τῶν καταδικασθέντων ἦταν καί ὁ προκάτοχος τοῦ Ἁγίου Ἀγάθωνος Ἐπίσκοπος Ρώμης Ὀνώριος Α’ (625 – 638 μ.Χ.)
Ὁ Ἅγιος Ἀγάθων κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 682 μ.Χ.
Ἅγιος Κορνήλιος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐκ Ρωσίας (20 Φεβρουαρίου)


Μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του ἀποφάσισε νά ἀκολουθήσει τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί νά γίνει μοναχός. Τήν ἀπόφασή του αὐτή πραγματοποίησε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπισκέφθηκε τήν Μονή τῶν Σπηλαίων τοῦ Πσκώφ καί ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν κατανυκτικότητα τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καί τό κάλλος τῆς φύσεως.
Σέ ἡλικία 28 ἐτῶν ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς καί μερίμνησε γιά τήν κατά Θεό προκοπή καί αὔξηση αὐτῆς. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του ὁ ἀριθμός τῶν μοναχῶν αὐξήθηκε ἀπό δεκαπέντε σέ διακόσιους.
Παράλληλα ὁ Ὅσιος φρόντισε γιά τήν ἀνακαίνιση τῆς μονῆς καί τήν ἀνέγερση ναῶν ἐντός αὐτῆς καί καλλιέργησε τό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς μονῆς στούς λαούς τῶν Αἰστιῶν καί τῶν Σαετίων, πού ζοῦσαν στήν περιοχή. Διάδωσε τήν Ὀρθοδοξία, ἔκτισε ναούς, πανδοχεῖα, ὀρφανοτροφεῖα καί οἰκοτροφεῖα γιά τούς ἀσθενεῖς καί τούς πτωχούς. Κατά τήν διάρκεια φοβεροῦ λοιμοῦ στήν περιοχή τοῦ Πσκώφ ὁ Ὅσιος Κορνήλιος, μιμούμενος τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Ἐλεήμονα, συμπαραστεκόταν στούς ἀσθενεῖς φροντίζοντάς τους, τούς κοινωνοῦσε καί ἔψαλλε τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία σέ ἐκείνους πού ἀπέθνῃσκαν. Κατέγραφε μάλιστα τά ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων σέ ἕνα βιβλίο, πού τό ἀποκαλοῦσε «πρυμναία βίβλο» ἀπό τόν συμβολισμό τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου, καί τά μνημόνευε στίς προσευχές του, ἀφοῦ τό βιβλίο αὐτό γιά τόν Ὅσιο σήμαινε τή μνήμη τῶν κεκοιμημένων.
Κατά τόν Λιβονικό πόλεμο ὁ Ὅσιος κήρυττε τόν Χριστιανισμό στίς κατεχόμενες πόλεις, ἀνήγειρε ναούς καί βοηθοῦσε γενναιόδωρα τούς Αἰστίους καί Λιβονούς, οἱ ὁποῖοι χειμάζονταν ἀπό τόν πόλεμο. Μέσα στή μονή περιποιόταν μέ αὐταπάρνηση τούς τραυματίες καί ἀκρωτηριασμένους, ἐνταφίαζε τούς νεκρούς στά σπήλαια καί χάραζε τά ὀνόματά τους στό Συνοδικό τῆς μονῆς ὑπέρ τῆς αἰωνίας μνήμης αὐτῶν.
Ἀκόμη καί στίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις ὁ Ὅσιος δέν δίστασε νά συμπαρασταθεῖ στούς πολεμιστές. Τό ἔτος 1570, εὐλόγησε τά Ρώσικα στρατεύματα πού πολιορκοῦσαν τήν πόλη τοῦ Θελίν καί τήν ἴδια μέρα οἱ πολιορκημένοι Γερμανοί παρέδωσαν πράγματι οἰκιοθελῶς τήν πόλη.
Ἐπιπλέον, σέ καιρό εἰρήνης, ὁ Ὅσιος Κορνήλιος ἀσχολήθηκε μέ τήν συγγραφή καί τή συλλογή βιβλίων γιά τήν βιβλιοθήκη τῆς μονῆς.
Ἡ μονή τῶν Σπηλαίων ἀναδείχθηκε φάρος τῆς Ὀρθοδοξίας γιά τό Ρωσικό λαό καί προμαχώνας ἐναντίων τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν τῆς Ρωσίας. Ὅμως ὁ Ὅσιος ἔπεσε θύμα τῶν ἐσωτερικῶν ταραχῶν πού ξέσπασαν στή χώρα καί ἀποκεφαλίσθηκε ἀπό τόν τσάρο Ἰβάν τόν Τρομερό τό ἔτος 1570, σέ ἡλικία 69 ἐτῶν, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τό Χρονικό πού συνέταξε ὁ ἱεροδιάκονος Πιτιρίμ.
Ὁ τσάρος ἀμέσως ἀναγνώρισε ὅτι ὁ Ὅσιος ἔπεσε θύμα διαβολῆς καί συκοφαντιῶν καί ἀφοῦ μετανόησε μετέφερε ὁ ἴδιος τό ἱερό λείψανο τοῦ Ὁσίου Κορνηλίου στή μονή. Ὁ δρόμος τόν ὁποῖο διήνυσε ὁ τσάρος φέροντας στά χέρια του τό ματωμένο λείψανο τοῦ Ὁσίου ὀνομάσθηκε «ὁδός τοῦ αἵματος». Τό ἱερό σκήνωμα ἐνταφιάσθηκε στή μονή τῶν Σπηλαίων, ὅπου καί παρέμεινε ἄφθορο ἐπί 120 χρόνια. Τό ἔτος 1690 ἀνεκομίσθη ἀπό τόν Μητροπολίτη Πσκώφ καί Ἰζμπόρκ Μάρκελλο στόν καθεδρικό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Νέα ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων ἔγινε κατά τά ἔτη 1872 καί 1892, ὁπότε καί τά ἐναπέθεσαν ἐντός νέων θηκῶν.
Ἅγιος Λέων ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Κατάνης (20 Φεβρουαρίου)
Ἅγιος Λέων γεννήθηκε στή Ραβέννα τῆς Ἰταλίας ἀπό γονεῖς εὐλαβεῖς καί εὐγενεῖς. Ἀφοῦ σπούδασε, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στή Ραβέννα καί ἀργότερα ἐξελέγη γιά τήν καθαρότητα καί πνευματικότητα τοῦ βίου αὐτοῦ Ἐπίσκοπος Κατάνης τῆς Σικαλίας. Ἔγινε προστάτης τῶν ὀρφανῶν καί τῶν χηρῶν, δίδασκε καί νουθετοῦσε τό ποίμνιό του καί ἔκτισε τό ναό τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Λουκίας († 13 Δεκεμβρίου). Ὁ Ἅγιος διακρίθηκε, ἐπίσης, γιά τούς ἀγῶνες του κατά τῶν αἱρετικῶν, τούς ὁποίους νίκησε καί ντρόπιασε ὄχι μόνο μέ λόγια ἀλλά καί μέ κείμενα.
Ὁ Ἄγιος Θεός τόν προίκισε μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Καί τόν μάγο Ἡλιόδωρο πού εἶχε πλανέψει πολλούς μέ μαγεῖες, μετά ἀπό προσευχή τόν κατέκαψε μέ τή φωτιά, ἐπειδή καυχιόταν ὅτι μποροῦσε νά κάνει τά πάντα καί ὅτι δέν φοβόταν τή φωτιά. Βλέποντας οἱ πιστοί τό θαῦμα αὐτό καταπλάγηκαν. Ἀμέσως τό περιστατικό αὐτό διαδόθηκε στή Βασιλεύουσα. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ Ἅγιος προσκλήθηκε ἀπό τούς βασιλεῖς Λέοντα Δ’ (775 – 780 μ.Χ.) καί Κωνσταντῖνο ΣΤ’ (780 – 798 μ.Χ.) στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀξιώθηκε πολλῶν τιμῶν.
Ὁ Ἅγιος Λέων κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 785 μ.Χ. καί τό σεπτό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῆς Ἁγίας Λουκίας.
Πηγή: http://www.synaxarion.gr/gr/index.aspx
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἱερέων ἀκρότης εὐσέβειας διδάσκαλος, καί θαυματουργός ἀνεδείχθης, Ἱεράρχα πανόλβιε· ἠθῶν γάρ οὐρανίων τῷ φωτί, τοῦ Πνεύματος πλουτήσας τήν ἰσχύν, θεραπεύεις τούς νοσοῦντας καί τάς ψυχάς, Λέον τῶν προσιόντων σοι. Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τήν ἐν πρεσβείαις.
Τόν ἀπό βρέφους Κυρίῳ ἀνατεθέντα, καί ἐκ σπαργάνων τήν χάριν ἀνειληφότα, πάντες τοῖς ᾄσμασι στεφανώσωμεν, Λέοντα τόν φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας καί πρόμαχον· αὐτῆς γάρ ὑπάρχει τό στήριγμα.
Μεγαλυνάριον.
Ἔφριξαν ἰδόντες σε ἐν φλογί, ἱστάμενον Πάτερ, ὡς ἐν κήπῳ ἀειθαλεῖ, τόν δέ μάγον ὥσπερ, κηρόν διαλυθέντα, οἱ εὐσεβεῖς ὦ Λέον, Θεόν δοξάζοντες.