Ιερός Ναός του Ελκόμενου Χριστού

Στον χώρο της πλατείας, στην Κάτω Πόλη της Μονεμβασιάς, κυριαρχεί ο μεγάλος και εντυπωσιακός ναός του Ελκόμενου Χριστού, που θεωρείται ο παλαιότερος του βράχου.

Κτίστηκε τον 6ο ή 7ο αιώνα, με την εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων της πόλης. Στην αρχική του μορφή ήταν τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, με νάρθηκα στα δυτικά και μια αψίδα στα ανατολικά, όπου εσωτερικά διαμορφωνόταν μεγάλο ημικυκλικό σύνθρονο. Κατά τον 11ο αιώνα προστέθηκαν οι άλλες δύο αψίδες, της πρόθεσης και του διακονικού, και αντικαταστάθηκε το παλαιότερο μαρμάρινο τέμπλο με νέο, τμήμα του οποίου είναι εντοιχισμένο επάνω από την είσοδο του ναού. Μεγάλης έκτασης εργασίες έγιναν πιθανότατα τον 14ο αιώνα, ενώ το 1520, στα χρόνια της πρώτης ενετικής κυριαρχίας, ο καθολικός αρχιεπίσκοπος Αρσένιος διέθεσε σημαντικό χρηματικό ποσό για επισκευές του ναού. Το 1538, ένας άλλος δωρητής, ο κόμης Κορίνθου Γεώργιος, το επώνυμο του οποίου στην επιγραφή παραποιείται ως «Κουγκύδας», αντικατέστησε τους κίονες με πεσσούς, για να στηρίξει τις καμάρες που κτίστηκαν στη θέση της παλαιάς ξύλινης στέγης. Το 1697, σύμφωνα με επιγραφή πάνω από την είσοδο, προστέθηκαν ο εξωνάρθηκας, το παρεκκλήσιο στη νότια πλευρά και ο τρούλος στο μέσο, περίπου, του κτηρίου. Ο ναός καταστράφηκε το 1770 από την επιδρομή Τουρκοαλβανών και επισκευάσθηκε αρκετές φορές ακόμη.

Το εσωτερικό του διακοσμείται με αξιόλογα έργα του 17ου και 18ου αιώνα, κυρίως φορητές εικόνες. Το μαρμάρινο τέμπλο του, έργο του Γεωργίου Καπαριά από την Τήνο, κατασκευάσθηκε το 1901, και αντικατέστησε το παλαιότερο ξυλόγλυπτο. Το σημαντικότερο κειμήλιο του ναού είναι η περίφημη μεγάλη εικόνα του Εσταυρωμένου Χριστού, που χρονολογείται στον 14ο αιώνα και αποτελεί υψηλό καλλιτεχνικό δείγμα της ζωγραφικής του τέλους της εποχής των Παλαιολόγων. Η εικόνα, που είχε κλαπεί το 1979 και μετά την εύρεση και την αποκατάστασή της φυλασσόταν στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, επέστρεψε στον φυσικό της χώρο το 2011 και εκτίθεται στο παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννη.

Ο ναός σήμερα λειτουργεί ως μητροπολιτικός και εορτάζει τη Μεγάλη Πέμπτη, ενώ στις 23 Μαΐου εορτάζεται η επιστροφή της εικόνας στη Μονεμβασιά.

 Η ιστορία της εικόνας

Η εικόνα της Σταύρωσης είχε κλαπεί το Νοέμβριο του 1979 από τρεις αρχαιοκάπηλους, οι οποίοι προκάλεσαν σοβαρότατες ζημιές στην εικόνα, εφόσον αφαίρεσαν το μουσαμά με την αγιογραφία και έπειτα τεμάχισαν την εικόνα. Η αστυνομία οδηγήθηκε το 1980 στην εξιχνίαση της υπόθεσης και στη σύλληψη των δραστών, ωστόσο το κακό είχε ήδη γίνει. Τη δύσκολη και απαιτητική προσπάθεια αποκατάστασης της εικόνας ανέλαβαν οι καλύτεροι αγιογράφοι της εποχής, οι οποίοι πέτυχαν την επανασυγκόλληση των διαμελισμένων τμημάτων του τέμπλου και στη συνέχεια τοποθέτησαν το μουσαμά με την αγιογραφία του Ελκομένου.

Η εικόνα του Ελκομένου θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες και ωραιότερες της λεγόμενης Παλαιολόγειας Αναγέννησης και, ως εκ τούτου, αποτελεί ανεκτίμητης αξίας εκκλησιαστικό κειμήλιο. Η επιστροφή της εικόνας στη Μονεμβασία έχει μεγάλη σημασία για τον τόπο, γιατί προέρχεται από το μεγαλύτερο ναό της Κάτω Πόλης, του Ελκομένου Χριστού. Ο ναός οφείλει την ονομασία του στην εικόνα που βρέθηκε εκεί στο τέλος του 12ου αιώνα, με το Χριστό να εικονίζεται με το κεφάλι γερμένο προς τα κάτω από τον πόνο. Ο ναός χτίστηκε περίπου το 1000 μ.Χ. και δέχθηκε την πρώτη μετατροπή τον 12ο αιώνα και τη δεύτερη τον 14ο, ενώ το παρεκκλήσι του Αγ. Ιωάννη πλάι στον ναό (όπου εκτίθεται η εικόνα) έχει τη δική του ιστορία, που ανάγεται στους 12ο-17ο αιώνες, οπότε μεγάλο μέρος του καταστράφηκε.

Τα μέτρα ασφάλειας που έχουν ληφθεί για την κατασκευή του κουβούκλιου φύλαξης της εικόνας ξεπέρασαν τις 200.000 ευρώ.

Εχει δημιουργηθεί μια ειδικά σχεδιασμένη προθήκη με διπλό τζάμι και ένα ειδικό σύστημα εποπτείας με κάμερες, όπου η εικόνα «σαρώνεται» κάθε δύο δευτερόλεπτα για να μην μπορεί να αντικατασταθεί με αντίγραφό της.